- Ὑβλαίων
- Ὕβλαιοςfem gen plὝβλαιοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άλαβος — Ποταμός της Σικελίας, κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον κόλπο των Υβλαίων Μεγάρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δαίδαλος συγκέντρωσε τα νερά από τις πηγές του στη μεγάλη λίμνη Κολυμβήθρα. Από τον Πλούταρχο αναφέρεται ως «Άβαλος», όπου ο… … Dictionary of Greek